ἀρχοντεύω

ἀρχοντεύω
ἀρχοντ-εύω,
A hold office of ἄρχων, IPE12.130.17 (Olbia, ii/iii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αρχοντεύω — (Μ ἀρχοντεύω) [άρχων] 1. είμαι ή γίνομαι πλούσιος 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι αρχοντικά …   Dictionary of Greek

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • αρχοντεία — ἀρχοντεία, η (Μ) [αρχοντεύω] η επικράτεια ή η επαρχία ενός άρχοντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”